ὀζαίνας

ὀζαίνας
ὀζαίνᾱς , ὄζαινα
a fetid polypus
fem acc pl
ὀζαίνᾱς , ὄζαινα
a fetid polypus
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οζαινίτης — ὀζαινίτης, ό, θηλ. ὀζαινῑτις (Α) 1. αυτός που αναδίδει οσμή όμοια με την οσμή τής όζαινας 2. ονομασία ενός ινδικού είδους τού φυτού νάρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζαινα + επίθημα ίτης (πρβλ. ξυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • οζαινώδης — ες [όζαινα] αυτός που αποπνέει κακοσμία όμοια με τής όζαινας, δύσοσμος («οζαινώδης πλευρίτιδα» πλευρίτιδα που το εξίδρωμά της είναι δύσοσμο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”